- φλύσσει
- Α(κατά τον Ησύχ.) «ἐρυγγάνει».[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. ενεστώτα, παρλλ. του ρ. φλύω, σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα -jω (βλ. και λ. φλύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλυσσώσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαινομένη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φλύω / φλύζω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλύω), μέσω μιας σημ. «λέω λόγια οργισμένα, παραληρώ», και αποτελεί τη μτχ. ενός αμάρτυρου ενεστώτα *φλυσσῶ σχηματισμένου από το ρ. φλύσσω (βλ … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek